αντιπρόταση

αντιπρόταση
η (Μ ἀντιπρότασις)
πρόταση που αναιρεί ή τροποποιεί άλλη προηγούμενη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αντιπρόταση — η νέα πρόταση σε απάντηση προηγούμενης: Μελέτησε τις προτάσεις του συνέταιρού του και αποφάσισε να παρουσιάσει αντιπροτάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ένσταση — η (AM ἔνστασις) [ενίστημι] αντίρρηση, αντίθεση σε επιχείρημα ή άποψη νεοελλ. 1. ισχυρισμός τον οποίο προβάλλει ο εναγόμενος εναντίον τής εις βάρος του αγωγής ή αντιπρόταση άλλου δικαιώματος του 2. φρ. «ένσταση απαρτίας» αντίρρηση που υποβάλλεται… …   Dictionary of Greek

  • αντιπροτείνω — (Α ἀντιπροτείνω) νεοελλ. κάνω αντιπρόταση αρχ. απλώνω κι εγώ το χέρι για να χαιρετήσω ή να παρακαλέσω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”